εκθυσία

εκθυσία
ἐκθυσία, η (Α)
εξιλαστήρια θυσία, εξιλέωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκθυσίας — ἐκθυσίᾱς , ἐκθυσία fem acc pl ἐκθυσίᾱς , ἐκθυσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθυσιῶν — ἐκθυσία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”